- ιχνευτικός
- -ή, -όο ικανός να ανιχνεύει, ο ανιχνευτικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιχνευτικός — ἰχνευτικός, ή, όν (Α) [ιχνευτής] ικανός ή επιτήδειος στο να ανιχνεύει, ιχνηλάτης. επίρρ... ιχνευτικώς (Μ ἰχνευτικῶς) με ίχνευση*, με αναζήτηση τών ιχνών … Dictionary of Greek
Ἰχνευτικῶν — Ἰχνευτικός good at tracking fem gen pl Ἰχνευτικός good at tracking masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχνευτικαί — Ἰχνευτικός good at tracking fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχνευτικοῖς — Ἰχνευτικός good at tracking masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχνευτικοί — Ἰχνευτικός good at tracking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχνευτική — Ἰχνευτικός good at tracking fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχνευτικήν — Ἰχνευτικός good at tracking fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχνευτικῶς — Ἰχνευτικός good at tracking adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχνηλατικός — ή, ὁ (Α ἰχνηλατικός, ή, όν) [ιχνηλάτης] επιτήδειος στην ιχνηλασία, ιχνευτικός*, ανιχνευτικός. επίρρ... ἰχνηλατικῶς (Μ) με ιχνηλατικό τρόπο … Dictionary of Greek